γανώ — γανῶ ( άω) (Α) 1. (για μέταλλα) λάμπω, αστράφτω 2. (για ανθρώπους) λάμπω από χαρά 3. (για φυτά) θάλλω («νάρκισσον γανόωντα», Όμ.) 4. γυαλίζω, στιλβώνω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού γάνυμαι*, με θέμα που λήγει σε έρρινο, αλλά χωρίς την… … Dictionary of Greek
γάνω — γανόω make bright pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) γανόω make bright imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
STAGNA — pro Numinibus. Seneca Ep. 41. Magnorum fluminum capita veneramur et Stagna quaedam vel opacitas vel immensa alititudo sacravit. Superstitionis occasione ab Aegyptiis desumptâ; uti docet Octavius apud Min. Felicem, quos Hescesaitas postea imitatos … Hofmann J. Lexicon universale
γάνωσις — γάνωσις, η (AM) [γανώ ( όω)] το γάνωμα χάλκινου σκεύους με κασσίτερο αρχ. η στίλβωση («ἡ γάνωσις τοῡ ἀγάλματος», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
γανωτός — ή, ό (Μ γανωτός, ή, όν) [γανώ ( όω)] 1. ο στιλπνός, ο γυαλιστερός 2. (για χάλκινα σκεύη) γανωμένος … Dictionary of Greek
καταγανώ — καταγανῶ όω (Α) καθιστώ κάτι πολύ λαμπερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γανῶ «γυαλίζω, στιλβώνω»] … Dictionary of Greek
περιγανώ — άω, Α γανώνω, στιλβώνω κάτι γύρω γύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + γανῶ «γυαλίζω, στιλβώνω»] … Dictionary of Greek
προγανώ — όω, Α φαιδρύνω, χαροποιώ κάποιον εκ των προτέρων («προγανοῡν έλπίδι τὴν ἀσθένειαν», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + γανῶ «φαιδρύνω, γυαλίζω»] … Dictionary of Greek
σφαιρωτήρ — ῆρος, ὁ, ΜΑ δερμάτινο λουρί υποδήματος αρχ. σφαιροειδές κουμπί από χρυσό το οποίο χρησιμοποιούσαν για διακόσμηση ή ως οικόσημο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφαιρῶ + επίθημα τήρ (πρβλ. γανω τήρ)] … Dictionary of Greek
υπεργανάει — Α υπεραγάλλεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + γανῶ, άω «χαίρομαι, λάμπω από χαρά»] … Dictionary of Greek